Το «The Other Guys» ξεκινά με μια σεκάνς δράσης που φαντάζει σαν να ξεπήδησε από action movie των 90's. Βασικά η ταινία θυμίζει τυπικό action movie των 90's. Με τις θεαματικές κασκάντες, τις εκκωφαντικές εκρήξεις, τους larger than life ήρωες και τις εξυπνακίστικες ατάκες. Μέχρι που εμφανίζεται ο Will Ferrell. Κι αυτό ευτυχώς συμβαίνει μέσα στο πρώτο πεντάλεπτο.
Αν υπάρχει γονίδιο της κωμωδίας, ο Ferrell το έχει στον οργανισμό του σε μεγάλες ποσότητες. Αναπτύσσοντας με τα χρόνια μια περσόνα που ειρωνεύεται το αμερικανικό πρότυπο, ο Ferrell είναι αστείος, χωρίς να χρειάζεται να πει κάτι αστείο. Το μεγαλύτερό του ατού δε, είναι ότι ΔΕΝ προσπαθεί να είναι αστείος. Ακόμα και η πλέον σουρεαλιστική ατάκα βγαίνει από το στόμα του σα να είναι το φυσικότερο πράγμα του κόσμου, σα να πιστεύει αυτό που λέει απόλυτα.
Εκεί που οι επιδόσεις του φτάνουν σε επίπεδα αποθέωσης, είναι όταν συνεργάζεται με τον Αdam McKay, καθώς ο τρόπος, που δουλεύει ο τελευταίος, δίνει στον κωμικό τη δυνατότητα να ξεδιπλώσει το ταλέντο του. Ο McKay λέει στους ηθοποιούς του τί πρέπει να συμβεί στη σκηνή που πρόκειται να γυρίσουν και στη συνέχεια τους προτρέπει να αυτοσχεδιάσουν. Γυρίζει την σκηνή πολλές φορές, οι ηθοποιοί σε κάθε λήψη δοκιμάζουν κάτι διαφορετικό κι ο McKay βάζει στο φιλμ την εκδοχή που θεωρεί καλύτερη.
Στο «The Other Guys» ο Ferrell υποδύεται έναν χαρτογιακά, φιλήσυχο αστυνομικό που έρχεται σε αντίθεση με τον δυναμικό, πιο 'παραδοσιακό' μπάτσο του Mark Wahlberg. Όταν συλλαμβάνουν για εντελώς ασήμαντη αφορμή έναν επιχειρηματία που θα μπορούσε άνετα να πουλήσει μυδραλιοβόλο... στον Γκάντι, θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια περίπτωση κολοσσιαίου οικονομικού εγκλήματος. Στο φιλμ του McKay οι κακοί δεν προσπαθούν να βομβαρδίσουν την πόλη με πυρηνικά όπλα, ούτε σχεδιάζουν την 789147η απόπειρα δολοφονίας του αμερικανού πρόεδρου. Στόχος τους είναι να πλήξουν οικονομικά τους ανυποψίαστους πολίτες, καταχρώμενοι δημόσιο χρήμα. Λειτουργώντας θαρρείς σαν δίαυλος μεταξύ κοινού και ταινίας, ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Wahlberg μέχρι τελευταίας στιγμής θεωρεί ότι η υπόθεση σχετίζεται με διακίνηση ναρκωτικών, αδυνατώντας να προσαρμοστεί στα δεδομένα, που για αυτόν φαντάζουν καινούργια - ένα από τα δεκάδες gag που τρέχουν κατά τη διάρκεια της ταινίας. Αυτή η παρέκκλιση από τα κλισέ του είδους, που προσαρμόζει την ιστορία στα πλαίσια της δυσχερούς περιόδου που διανύει η παγκόσμια οικονομία, σίγουρα παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Στο τελευταίο ημίωρο, όταν ο Mckay αφοσιώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην εξέλιξη της πλοκής, οι μέχρι εκείνοι τη στιγμή 'δολοφονικοί' ρυθμοί πέφτουν, η αναρχική φύση του φιλμ (που στο «Anchorman» διατηρείται από την αρχή μέχρι το τέλος) δίνει τη θέση της σε ένα πιο συμβατικό θέαμα και τα γέλια υφίστανται μια σχετική φύρα. Αν αυτό το τελευταίο μέρος όμως φαντάζει ωχρό σε σχέση με αυτό που προηγήθηκε, είναι επειδή αυτό που προηγήθηκε είναι η πλέον ξεκαρδιστική κωμωδία που παρακολουθήσαμε επί της οθόνης εδώ και πάρα πολύ καιρό!
Ένας αρχηγός αστυνομίας που μιλά με στίχους των TLC, μια συμμορία άστεγων με περίεργες σεξουαλικές συνήθειες, ένα Toyota Prius που κυκλοφορεί στους δρόμους της Νέας Υόρκης με κοκαΐνη στο καπό είναι μόνο μερικά από τα μυριάδες σπαρτάριστα στιγμιότυπα του φιλμ, που δε θα θέλαμε να αρχίσουμε να απαριθμούμε, γιατί ειλικρινά θα ήταν κρίμα να χαλάσουμε τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει. Φυσικά το χιούμορ είναι κατά ένα μεγάλο ποσοστό υποκειμενικό ζήτημα και ενδεχομένως το χιούμορ της ταινίας να μη λειτουργήσει για μερικούς θεατές. Εμείς πάντως από καθαρή σύμπτωση δε δαγκώσαμε το μπροστινό κάθισμα - από τα γέλια και όχι από κάποιο αλλόκοτο φετίχ, για το οποίο δεν είχατε ακούσει μέχρι σήμερα και ενδεχομένως να δοκιμάσετε από περιέργεια τώρα που μάθατε για αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου